- καταδρομῶν
- καταδρομήinroadfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδρόμων — κατάδρομος overrun masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cypriot National Guard — Εθνική Φρουρά Kıbrıs Ulusal Muhafızları Founded 06.1964 Leadership Commander in Chief … Wikipedia
1st Raider/Paratrooper Brigade (Greece) — 1st Raider/Paratrooper Brigade Emblem of the 1st Raider/Paratrooper Brigade Active 1946 Present Country … Wikipedia
καταδρομή — η (Α καταδρομή) επιδρομή, εχθρική εισβολή νεοελλ. 1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.) 2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου 3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» στρατιωτικές μονάδες ειδικά… … Dictionary of Greek
πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… … Dictionary of Greek
Stylianos Kalfelis — Lieutenant General Styilanos Kalfelis (Στυλιανός Καλφέλης) (born 1950) is the current Inspector General of the Hellenic Army. He assumed these duties on March 3, 2006. Biographical Data Lieutenant General Stylianos Kalfelis was born in 1950 in… … Wikipedia
Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна … Википедия
1er Brigada de Paracaidistas/Asalto (Grecia) — La 1er Brigada de Paracaidistas/Asalto (idioma griego: 1η ΤΑΞΚΔ ΑΛ 1η Ταξιαρχία Kαταδρομών Αλεξιπτωτιστών) es una formación de brigada de la infantería griega de elite y de las unidades de operaciones especiales. La unidad es más comúnmente… … Wikipedia Español
σκοπευτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [σκοπεύω] νεοελλ. 1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο 2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο 3 … Dictionary of Greek
φενταγίν — οι, Ν 1. ονομασία τών μελών διαφόρων θρησκευτικών ή πολιτικών και παραστρατιωτικών ομάδων τής Μέσης Ανατολής 2. ονομασία τών Αιγυπτίων και Παλαιστινίων καταδρομών που διενεργούσαν επιδρομές στο έδαφος τού Ισραήλ και τών οποίων η δράση αποτέλεσε… … Dictionary of Greek